ταφή

ταφή
η, ΝΜΑ, και ταπή Α
η τοποθέτηση νεκρού σώματος μέσα στη γη, μέσα σε τάφο, ενταφιασμός, θάψιμο (α. «στην ταφή σου με την πάχνη χύν' η βρύση το νερό», Σολωμ.
β. «αἱ γενεαὶ πᾱσαι ὕμνον τῇ ταφῇ σου προσφέρουσι, Χριστέ μου», Ακολ. Μ. Εβδομ.
γ. «ταφῆς ἀξίας μετέχουσιν», Πλάτ.)
αρχ.
1. τόπος ενταφιασμού, νεκροταφείο («Ἀγχιμολίου εἰσὶ ταφαί», Ηρόδ.)
2. δοχείο που περιέχει την τέφρα νεκρού
3. σαρκοφάγος
4. μούμια
5. η δαπάνη που γίνεται για τον ενταφιασμό («τὸν τὴν ταφὴν τοῡ πατρὸς οὐκ ἀπειληφότα», Δημοσθ.)
6. στον πληθ. αἱ ταφαί
τρόπος ενταφιασμού («θρῆνοι δὲ καὶ ταφαί σφεων εἰσὶ αἵδε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ταφ- τού ρ. θάπ-τω (βλ. λ. θάπτω) + κατάλ. -ή (πρβλ. σφαγ-ή). Ο τ. ταπή με τροπή τού δασέος φ στο αντίστοιχο ψιλό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταφή — burial fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφῇ — θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφῆι , ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφή — η απόθεση νεκρού στο μνήμα, θάψιμο, ενταφιασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • ταφῆι — ταφῇ , θάπτω honour with funeral rites aor subj pass 3rd sg ταφεύς burier masc dat sg (epic ionic) ταφῇ , ταφή burial fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαῖς — ταφή burial fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαῖσι — ταφή burial fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφαί — ταφή burial fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφήν — ταφή burial fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”